Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Νέες ελληνικές λέξεις - μέρος γ'

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στις ''νέες'' ελληνικές λέξεις. Έτσι όπως μιλάνε μερικοί, δεν θα εκπλαγούμε εαν σε λίγο περιέχονται και στις αναθεωρημένες εκδόσεις λεξικών... ;)

Ξενογαμία. Το να π#διέσαι με ξένους/ες (συνήθως αλλά όχι απαραιτήτως σε νησιά της Ελλάδας) το καλοκαίρι και να το ευχαριστιέσαι. Η ξενογαμία το χειμώνα δεν έχει την ίδια αίσθηση, εκτός εάν πρόκειται για συνέδριο στο Παρίσι ή τη Φρανκφούρτη.

Ξούρλο. Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την (πνευματική) καλλιέργεια του τόπου.

Ουραλπισία. Η κατάθλιψη κι απελπισία στην οποία περιέρχεται κανείς όταν για πολλοστή φορά επιβεβαιώνεται η ανικανότητά του να επιλέξει την πιο γρήγορη ουρά σε σούπερ μάρκετ ή τράπεζες και την οποία επεκτείνει και σε άλλους τομείς της ζωής του (λ.χ. ''Εμένα κανείς δε μ'αγαπά'', ''Μια ζωή γκαντέμης'', κ.ο.κ.).

Πουπήγιο. Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω. Παράδειγμα: Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει.

Πωλητεύω (ρ. μετβ.). Εσφαλμένα θεωρώ πελάτη καταστήματος ως πωλητή, οπότε τον ρωτάω πού είναι η μαγιονέζα ή πόσο κάνει το μπλε κηροπήγιο κι εκείνος αγριοκοιτώντας μου λέει ότι δε δουλεύει εδώ.


Ραμπωτές. Κομμωτές που έχουν το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο Βιετνάμ και που σε κουρεύουν όπως θέλουν εκείνοι παρά τα δάκρυά σου. Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.

Ριαλόνειδος. Η άφατη, αβάσταχτη ντροπή αν δεις συγγενή σου, εως και τρίτου βαθμού σε ριάλιτι σόου. Σε περίπτωση μάλιστα που ξεκινήσει και δημόσιες εκμυστηρεύσεις, το ριαλόνειδος μεγαλώνει ακόμη περισσότερο...

Σκουπευκαιρία. Όταν κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Σφουγγαροπερπατώ (ρ. αμετβ.). Το γελοίο και εντελώς ανώφελο βάδισμα που υιοθετούν όσοι πρέπει να περάσουν πάνω από μια επιφάνεια που μόλις έχει σφουγγαριστεί, περπατώντας ελαφρώς στα νύχια. Ας σημειωθεί ότι σφουγγαροπερπατάμε μόνο αν είναι παρούσα η καθαρίστρια.

Tραπεμαντησκίστης, -στρια. Aνθρωπος που για εντελώς ανεξήγητους λόγους επιτίθεται μετά μανίας στα πλαστικά τραπεζομάντιλα εστιατορίων και σιγα-σιγα τα κάνει κομμάτια

Δεν υπάρχουν σχόλια: