Παρασκευή 1 Μαΐου 2009

1. 5. 1909 - 1. 5. 2009: Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου

Σήμερα Πρωτομαγιά, δεν γιορτάζουν μόνο οι εργάτες. Σήμερα γιορτάζει και η ποίηση, αφού κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του ''μεγάλου'' Γιάννη Ρίτσου, ενός εκ των κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών, πολυγραφότατου (με πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 μυθιστορήματα, 4 θεατρικά, χωρίς να αναφέρουμε τις πολυάριθμες μεταφράσεις του και τα λοιπά του δημοσιεύματα) και με παγκόσμια ακτινοβολία. Δεν σας γράφω για τη ζωή του, μπορείτε εύκολα να βρείτε και να διαβάσετε στο διαδίκτυο το μυθιστορηματικό του βίο, για τις εξορίες που πέρασε αλλά και για το πολυδιάστατο έργο του, για το οποίο μάλιστα προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1968.
Παραθέτουμε, τιμής ένεκεν, τρία δείγματα της δουλειάς του.

27 Ὀκτωβρίου 1948

Ἐδῶ τ᾿ ἀγκάθια εἶναι πολλὰ -
ἀγκάθια, καστανά, κίτρινα ἀγκάθια,
σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος τῆς μέρας, ὡς μέσα στὸν ὕπνο.
Ὅταν περνοῦν τὸ συρματόπλεγμα οἱ νύχτες
ἀφήνουν μικρὰ κουρέλια ἀπ᾿ τὴ φοῦστα τους.
Τὰ λόγια ποὺ μᾶς φάνηκαν ὄμορφα κάποτε
χάσαν τὸ χρῶμα τους σὰν τὸ γιλέκο τοῦ γέρου στὸ σεντοῦκι
σὰν ἕνα λιόγερμα σβησμένο στὰ τζάμια.
Οἱ ἄνθρωποι περπατᾶνε μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες
ἢ κάποτε χειρονομοῦν σὰ νὰ διώχνουν μία μῦγα
ποὺ ξανακάθεται στὸ ἴδιο μέρος πάλι καὶ πάλι
στὰ χείλη τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ ἢ πιὸ μέσα
σ᾿ ἕνα σημεῖο ἀπροσδιόριστο κι ἐπίμονο
ὅσο κι ἡ ἄρνησή τους νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν

(Από το Ημερολόγιο Εξορίας, Ι)


Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,

αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.

(Από τη Ρωμιοσύνη, Ι)


Εἶναι ὁρισμένοι στίχοι-κάποτε ὁλόκληρα ποιήματα-
ποὺ μήτε ἐγὼ δὲν ξέρω τί σημαίνουν. Αὐτὸ ποὺ δὲν ξέρω
ἀκόμη μὲ κρατάει. Κι ἐσὺ ἔχεις δίκιο νὰ ρωτᾷς.
Μὴ μὲ ρωτᾷς.
Δὲν ξέρω σοῦ λέω.
Δυὸ παράλληλα φῶτα ἀπ᾿ τὸ ἴδιο κέντρο. Ὁ ἦχος τοῦ νεροῦ
ποὺ πέφτει τὸν χειμῶνα, ἀπ᾿ τὸ ξεχειλισμένο λοῦκι
ἢ ὁ ἦχος μιᾶς σταγόνας καθὼς πέφτει
ἀπό ῾να τριαντάφυλλο στὸν ποτισμένο κῆπο
ἀργὰ-ἀργὰ ἕνα ἀνοιξιάτικο ἀπόβραδο
σὰν τὸν λυγμὸ ἑνὸς πουλιοῦ. Δὲν ξέρω
τί σημαίνει αὐτὸς ὁ ἦχος-ὡστόσο ἐγὼ τὸν παραδέχομαι.
Τ᾿ ἄλλα ποὺ ξέρω στὰ ἐξηγῶ. Δὲν τὸ ἀμελῶ.
Ὅμως κι αὐτὰ προσθέτουν στὴ ζωή μας. Κοιτοῦσα
ὅπως κοιμότανε, τὸ γόνατό της νὰ γωνιάζει τὸ σεντόνι-
Δὲν ἦταν μόνο ὁ ἔρωτας. Αὐτὴ ἡ γωνία
εἶναι ἡ κορυφογραμμὴ τῆς τρυφερότητας, καὶ τὸ ἄρωμα
τοῦ σεντονιοῦ, τοῦ λευκοῦ καὶ τῆς ἄνοιξης, συμπλήρωναν
ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο ποὺ ζήτησα, ἄσκοπα καὶ πάλι, νὰ στὸ ἐξηγήσω

(Είναι ορισμένοι στίχοι)

Δεν υπάρχουν σχόλια: