Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Κ. Καρθαίος, ''Βάλτε να πιούμε''

Ο ποιητής Κ. Καρθαίος (1878-1955), το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Κλέανδρος Λάκων, δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. Στρατιωτικός το επάγγελμα (πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους), με επιδόσεις στα μαθηματικά και δημοτικιστής, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1917 με τη μετάφραση Η μπαλάντα της φυλακής του Όσκαρ Ουάιλντ. Το 1920 δημοσίευσε τη μετάφραση του Δον Κιχώτη (α΄ μέρος) του Θερβάντες και τον επόμενο χρόνο την πρώτη συλλογή ποιημάτων του Τα τραγούδια του νησιού μου και οι κηφησιότικες μελωδίες. Την ίδια περίοδο διατέλεσε αρχισυντάκτης στο περιοδικό Ο Νουμάς, όπου δημοσίευσε πολλές μεταφράσεις του, αλλά και ποιήματα, διηγήματα και σημειώματα για την ξένη λογοτεχνική κίνηση στην οποία ήταν ενημερωμένος. Είχε μεταφράσει επίσης Κλάιστ, Λόπε ντε Βέγκα, Καλντερόν, Ταγκόρ, Σαλακρού και Σαίξπηρ. Το 1935 ο Καρθαίος διορίστηκε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, όπου αργότερα έγινε διευθυντής δραματολογίου και τέλος πρόεδρος της επιτροπής δραματολογίου, ενω υπήρξε επίσης διευθυντής του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα και μέλος της επιτροπής για τη σύνταξη της Νεοελληνικής Γραμματικής (1941). Η ποίησή του είναι χαμηλόφωνη και κυριαρχεί ο άνθρωπος και ο έρωτας. Ένα από τα ομορφότερα δείγματα του έργου του φιλοξενούμε σήμερα στο Στύλο, το ''Βάλτε να πιούμε'', το οποίο έχει μάλιστα μελοποιηθεί στο δίσκο Κάτι σαράβαλες καρδιές (1998) από τα Διάφανα Κρίνα, το κατεξοχήν ελληνικό συγκρότημα που συνδυάζει την ποίηση με τη ροκ μουσική. Απολαύστε...


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα
Πεταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα
Μα τάχα εμείς παντοτινά τ' άφταστα θα ζητούμε;

Βάλτε να πιούμε

Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει
Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;

Βάλτε να πιούμε

Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει
κι όποιος στ' αγκάθια περπατά μια μέρα δεν θ' αφήσει
τ' αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε

Βάλτε να πιούμε

Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει
πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει
σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε

Βάλτε να πιούμε

Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα
Καπνοί 'ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα
καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε

Βάλτε να πιούμε

Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη
μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη
μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε

Βάλτε να πιούμε

7 σχόλια:

hopkins είπε...

Ύμνος...

Ανώνυμος είπε...

Μια διόρθωση: Κώστας Καρθαίος και όχι Κλέανδρος.

http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=213

Dokimos είπε...

Swstos, to diorthwsa

Νίκος Σαραντάκος είπε...

Χμμ.... δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι έχει δίκιο το ΕΚΕΒΙ. Ο Καρθαίος ποτέ δεν υπέγραφε με ολόκληρο το όνομά του, πάντα Κ. Καρθαίος υπέγραφε. Να σημειωθεί ότι αρκετά σημειώματα του ΕΚΕΒΙ (όχι όλα) έχουν τραγικά λάθη. Οπότε το Κώστας είναι εικασία, εκτός αν έχετε άλλη πηγή, έγκυρη.

Dokimos είπε...

Euxaristw poly gia to sxolio. Ekana tis aparaithtes diorthwseis sto keimeno.

Ανώνυμος είπε...

Δεν είναι σαφώς Κώστας, κι ας λέει ό,τι θέλει το ΕΚΕΒΙ. Το Καρθαίος είναι ψευδώνυμο, το πραγματικό του όνομα ήταν Κλέανδρος Λάκων του Βασιλείου. Στα γραπτά του Νουμά υπέγραφε πάντα με το αρχικό του μικρού του ονόματος και το ψευδεπίθετο, ως Κ.Καρθαίος.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ σωστά, Κλέανδρος λέγεται. Είμαι συγγενής εξ αίματος της συζύγου του.